παραφορτίζομαι

παραφορτίζομαι
Α
(κυριολ. και μτφ.) παρεμβάλλω κάτι ως πρόσθετο φορτίο, προσθέτω και άλλο φορτίο, παραφορτώνω («ταῡτα τῷ λόγῳ παρεφορτισάμην», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραφορτίσασθαι — παραφορτίζομαι cram as an additional load into aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”